- πολλοστώς
- Αεπίρρ. βλ. πολλοστός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολλοστῶς — πολλοστός far on in the ordinal series first adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλοστός — ή, ό / πολλοστός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που αποτελεί το ελάχιστο μέρος ενός όλου («κίνησις... δευτέρα τε καὶ ὁπόσων ἀριθμῶν βούλοιτο ἄν τις ἀριθμεῑν αὐτήν πολλοστήν τοσούτων», Πλάτ.) νεοελλ. τελευταίος από ή σε μια σειρά («σού τό επαναλαμβάνω για… … Dictionary of Greek